- τρακτός
- -ή, -όν, ΜΑ, τ. ουδ. ως ουσ. τράκτον, τὸ, Αμσν.αυτός που έχει ασπρίσει από το συχνό πλύσιμο, ασπρισμένος («τρακτὸς κηρός», Παύλ. Αιγ.)αρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ τρακτόν και τράκτονζύμη κατάλληλη για την παρασκευή ζυμαρικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tracta, -ae / tractum, -i «είδος πίτας, γλυκίσματος» (< ρ. traho). Για τη σημ. «ασπρισμένος» πρβλ. λατ. traho colorem «παίρνω χρώμα»].
Dictionary of Greek. 2013.